σαρκώματα

σαρκώματα
σάρκωμα
fleshy excrescence
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· …   Dictionary of Greek

  • πτερύγωμα — το, ΝΑ 1. το πτέρωμα, το σύνολο τών φτερών ενός πτηνού 2. περίστυλο ελληνικού ναού αρχ. 1. το πτερύγιο τού αφτιού 2. η διάταξη τών γραμμάτων κειμένου σε πάπυρο σε σχήμα φτερού 3. στον πληθ. τὰ πτερυγώματα τα σαρκώματα τού γυναικείου αιδοίου που… …   Dictionary of Greek

  • σάρκωμα — (Ιατρ.). Κακοήθης νεοπλασία, που αναπτύσσεται από το συνδετικό ιστό με μεγάλη τάση διήθησης και του οποίου η μεταστατική εξάπλωση γίνεται κυρίως δια της αιματικής οδού. Επειδή ο συνδετικός ιστός απλώνεται σε ολόκληρο τον οργανισμό, τα σ. μπορεί… …   Dictionary of Greek

  • αφιλόθριξ — (aphilothrix). Γένος υμενοπτέρων εντόμων της οικογένειας των κυνιπιδών. Είναι παλαιότερη ονομασία μιας μορφής, των παρθενογενετικών θηλυκών, του εντόμου ανδρίκος. Η άλλη μορφή, που αναπαράγεται με αμφιγονία, ονομαζόταν βιόρριζα. Ζουν μέσα στα… …   Dictionary of Greek

  • σάρκωμα — το, ατος 1. όγκος καλοήθης ή κακοήθης. 2. σαρκώματα, τα στη ζωγραφική, τα γυμνά μέρη του σώματος που εικονίζεται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”